δμωίδες

δμωίδες
δμωίς
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καινοπήμων — καινοπήμων, ό, ἡ (Α) αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”